δεκαταρχία

From LSJ
Revision as of 17:58, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰταρχία Medium diacritics: δεκαταρχία Low diacritics: δεκαταρχία Capitals: ΔΕΚΑΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: dekatarchía Transliteration B: dekatarchia Transliteration C: dekatarchia Beta Code: dekatarxi/a

English (LSJ)

ἡ (for δεκαδαρχία),    A group of ten, e.g. cultivators, Wilcken Chr.304 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 grupo o cuadrilla de diez hombres esp. trabajadores οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίας Wilcken Chr.304.8 (III a.C.), cf. PRyl.663.2.10 (III a.C.).
2 decurionato, cargo de decurión (cf. δεκατάρχης 2) PCair.Isidor.63.19 (III d.C.), cf. Gloss.2.510; cf. δεκαδαρχία.

Greek Monolingual

δεκαταρχία, η (Α) δεκάταρχος
1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ.
2. το αξίωμα του δεκατάρχη.