διαλογικός

From LSJ
Revision as of 18:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλογικός Medium diacritics: διαλογικός Low diacritics: διαλογικός Capitals: ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: dialogikós Transliteration B: dialogikos Transliteration C: dialogikos Beta Code: dialogiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A belonging to dialogue, or in dialogue form, περίοδος Demetr.Eloc.19,21; εἶδος συγγραφῆς Porph.Plot.9,17; συγγράμματα Phlp.in Cat.3.15, cf. Dex.in Cat.4.2. Adv. -κῶς, ἀπαγγέλλειν TheonProg.4.

German (Pape)

[Seite 588] ή, όν, gesprächweise, dialogisch, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

διαλογικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς διάλογον, συζήτησιν, Δημ. Φαλ. 21.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 dialogado, en forma de diálogo περίοδος Demetr.Eloc.19, 21, γύμνασμα Theo Prog.60.24, χαρακτήρ Thdt.Eran.29, cf. Dexipp.in Cat.4.2.tít., Phlp.in Cat.3.15, Ammon.in Cat.4.15, Elias in Cat.114.16, Simp.in Ph.8.17
propio del diálogo χάριτες Basil.Ep.135.1.
2 adv. -ῶς en forma dialogada Theo Prog.89.30, Thdt.Eran.29, Ep.Sirm.131 (p.122), Olymp.in Alc.60, Eustr.in EN 401.1, (Νηφαλίῳ) δ. συμπλέκεται se enzarza en una discusión con Nefalio Euagr.Schol.HE 3.33 (p.132).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλογικός, -ή, -όν) διάλογος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάλογο
2. αυτός που διεξάγεται με ή σε διάλογο.