διείρομαι
English (LSJ)
A v. διέρομαι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
v. διέρομαι.
Greek Monotonic
διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διείρομαι:
I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).