διατόναιον

From LSJ
Revision as of 18:52, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατόναιον Medium diacritics: διατόναιον Low diacritics: διατόναιον Capitals: ΔΙΑΤΟΝΑΙΟΝ
Transliteration A: diatónaion Transliteration B: diatonaion Transliteration C: diatonaion Beta Code: diato/naion

English (LSJ)

τό,    A joist, PPetr.2p.14 (iii B. C.); curtain-rod, Callix. 1:—so δια-τόνιον, curtain-hook or -ring, LXX Ex.35.11.

Greek (Liddell-Scott)

διατόναιον: τό, ῥάβδος ἐφ’ ἧς ἐκτείνεται ἡ ἄνω ἄκρα τοῦ παραπετάσματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F· οὕτω -τόνιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. λε΄, 11).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 arq. viga, vigueta de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera, ID 1417A.1.73 (II a.C.), cf. PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), Hero Dioptr.34.
2 barra transversal de una tienda PCair.Zen.353.11 (III a.C.)
varilla de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον.

Greek Monolingual

διατόναιον, το (Α) διάτονος
1. δοκάρι
2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).