δολιόγνωμος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ον, A gloss on δολιομῆτα, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον astuto, taimadoglos. a δολιομήτης Hsch.