εἰσεάω
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A let in, Gp.15.2.27.
German (Pape)
[Seite 742] sich hineinlassen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεάω: μέλλ. -άσω ᾱ, ἀφίνω νὰ εἰσέλθῃ, τρίτῃ δὲ ἑβδομάδι χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσαᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα καθαρὸν Γεωπ. 15. 2, 27.
Spanish (DGE)
dejar entrar φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27.