ζητηματικός

From LSJ
Revision as of 21:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητηματικός Medium diacritics: ζητηματικός Low diacritics: ζητηματικός Capitals: ΖΗΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zētēmatikós Transliteration B: zētēmatikos Transliteration C: zitimatikos Beta Code: zhthmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.

Greek Monolingual

ζητηματικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].