ζητηματικός
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ή, όν, A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.
Greek Monolingual
ζητηματικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].