εὔινος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ον, (ἴς) A with stout fibres, ξύλον Thphr.HP3.10.1, Ign.72.
German (Pape)
[Seite 1073] starkfaserig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔῑνος: -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, ξύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
Greek Monolingual
εὔινος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»].