εὔμνηστος

Revision as of 21:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Dor. εὔ-μναστος, ον,    A well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.

German (Pape)

[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.

Greek Monolingual

εὔμνηστος, -ον, δωρ. τ. εὔμναστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)].

Greek Monotonic

εὔμνηστος: Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται καλά, επιμελής, προσεκτικός σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμνηστος: дор. εὔμνᾱστος 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.).

Middle Liddell


well-remembering, mindful of a thing, c. gen., Soph.