ζωαλκής

Revision as of 21:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A life-preserving, χείρ, of Παιάν, IG14.1015.

Greek Monolingual

ζωαλκής, -ές (Α)
επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αν-αλκής, υπερ-αλκής].