θαλύπτω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
A = θάλπω, aor. 1 inf. θαλύψαι, Id.; cf. ἀκροθάλυπτος.
Greek (Liddell-Scott)
θαλύπτω: θάλπω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θαλύψαι· ἴδε ἀκροθάλυπτος.