θέμιστα

From LSJ
Revision as of 21:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,    A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα· ἔννομα, νόμιμα»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».

Greek Monotonic

θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θέμιστα: acc. sing. к θέμις.