θεομαντεία
English (LSJ)
ἡ, A spirit of prophecy, D.C.62.18.
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, göttliche Weissagung, D. Cass. 62, 18.
Greek (Liddell-Scott)
θεομαντεία: ἡ, πνεῦμα προφητικόν, μαντεία διὰ θείας ἐμπνεύσεως, Δίων Κ. 62. 18.
Greek Monolingual
θεομαντεία, ή (Α)
μαντεία με θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μαντεία (< μαντεύω)].