καθάρεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, perh. Dor. for A καθάρισις, στέγας IG4.1484.293 (Epid.).
Greek Monolingual
καθάρεσις, -ιος, ἡ (Α)
επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση.