καθάρισις
From LSJ
Full diacritics: κᾰθάρῐσις | Medium diacritics: καθάρισις | Low diacritics: καθάρισις | Capitals: ΚΑΘΑΡΙΣΙΣ |
Transliteration A: kathárisis | Transliteration B: katharisis | Transliteration C: katharisis | Beta Code: kaqa/risis |
-εως, ἡ, = κάθαρσις, PHeid.1.6.18 (iv A.D.), v.l. in LXX Le.12.4,6, Aq.ibid.; cf. καθάρεσις.
καθάρισις, ἡ (AM) καθαρίζω
μσν.
λύση κάποιου ζητήματος, ξεκαθάρισμα
αρχ.
κάθαρση («καθάρισις ἁμαρτιών»).