καθαριστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A tree-pruner, Gloss.
Greek Monolingual
ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.
Full diacritics: κᾰθαριστής | Medium diacritics: καθαριστής | Low diacritics: καθαριστής | Capitals: ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: katharistḗs | Transliteration B: katharistēs | Transliteration C: katharistis | Beta Code: kaqaristh/s |
οῦ, ὁ, A tree-pruner, Gloss.
ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.