καλοπαίκτης
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ου, ὁ, (κάλως) A trapeze-artist, PSI8.953 (vi A.D.), prob. cj. for calopettas in GGMii 519 (Arch.Lat.Lex.13.552).
Greek Monolingual
καλοπαίκτης, ὁ (Α)
ο γυμναζόμενος πάνω σε σχοινιά, σχοινοβάτης, ακροβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + παίκτης.