κατακράτησις
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
εως, ἡ, A subduing, Poll.9.142.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, das Ueberwältigen, Poll. 9, 142.
Greek (Liddell-Scott)
κατακράτησις: -εως, ἡ, ἡ κατανίκησις, καθυπόταξις, Πολυδ. Θ΄, 142.