καταναγιγνώσκω
English (LSJ)
A read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath.13.610d.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. γιγνώσκω), durchlesen, Ath. XIII, 610 d.
Greek Monolingual
καταναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῦ πᾱσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.).