καταρρήσσω

Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(A), Att. κατα-ρρήττω,    A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.

Greek Monolingual

(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.
(II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.