Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρρακτικῶς

From LSJ
Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρακτικῶς Medium diacritics: καταρρακτικῶς Low diacritics: καταρρακτικώς Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΙΚΩΣ
Transliteration A: katarraktikō̂s Transliteration B: katarraktikōs Transliteration C: katarraktikos Beta Code: katarraktikw=s

English (LSJ)

Adv.    A rushing down, swooping, Eust.688.52.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.

Greek Monolingual

καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].