καταλωβάω
From LSJ
English (LSJ)
A mutilate, Plb.15.33.9.
German (Pape)
[Seite 1362] verstümmeln, κατελώβησαν, Pol. 15, 33, 9.
Greek (Liddell-Scott)
καταλωβάω: ἀκρωτηριάζω, καταστρέφω, τὰ μέλη τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.
Russian (Dvoretsky)
καταλωβάω: увечить, калечить (τινα Polyb.).