κεραυνοβόλιον
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
τό, A thunderbolt, Corn.ND19.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβόλιον: τό, χωρίον κεραυνόβλητον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) κεραυνοβολώ
ο κεραυνός, το αστροπελέκι.