κηλήτειρα

Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A enchantress, glossed by ἡσυχάστρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, fem. zu κηλητής, Hesych. erkl. ἡσυχάστρια.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτειρα: ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἡσυχάστρια.

Greek Monolingual

κηλήτειρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)].