κροκοδιλόδηκτος

From LSJ
Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοδῑλόδηκτος Medium diacritics: κροκοδιλόδηκτος Low diacritics: κροκοδιλόδηκτος Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krokodilódēktos Transliteration B: krokodilodēktos Transliteration C: krokodilodiktos Beta Code: krokodilo/dhktos

English (LSJ)

ον,    A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.

Greek Monolingual

κροκοδιλόδηκτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό-δηκτος, οφιό-δηκτος].