κόπρανα

From LSJ
Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρᾰνα Medium diacritics: κόπρανα Low diacritics: κόπρανα Capitals: ΚΟΠΡΑΝΑ
Transliteration A: kóprana Transliteration B: koprana Transliteration C: koprana Beta Code: ko/prana

English (LSJ)

τά,    A excrements, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.5.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρᾰνα: τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5.

Greek Monolingual

τα (ΑM κόπρανα)
τα στερεά άχρηστα προϊόντα της πέψης που αποβάλλονται διά μέσου του πρωκτού, τα περιττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, κόπ-αν-ον)].