Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Full diacritics: κωμάδιος | Medium diacritics: κωμάδιος | Low diacritics: κωμάδιος | Capitals: ΚΩΜΑΔΙΟΣ |
Transliteration A: kōmádios | Transliteration B: kōmadios | Transliteration C: komadios | Beta Code: kwma/dios |
[ᾰ], α, ον, A of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.
κωμάδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος, λαμπ-άδιος)].