λακτισμός
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Full diacritics: λακτισμός | Medium diacritics: λακτισμός | Low diacritics: λακτισμός | Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: laktismós | Transliteration B: laktismos | Transliteration C: laktismos | Beta Code: laktismo/s |
ὁ, A kicking, in pl., Hsch. s.v. σκαρθμοῖς.
[Seite 9] ὁ, das mit dem Fuße Ausschlagen, Hesych.
λακτισμός: ὁ, λάκτισμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκαρθμοῖς.
λακτισμός, ὁ (Α) λακτίζω
λάκτισμα.