λεπριάω
From LSJ
English (LSJ)
= foreg., of the nails, Dsc.1.74, Orib.Syn.7.18.8; A κορώνη λεπριᾷ Porph.Abst.3.7; λ. τὰς ὄψεις Sch.Ar.Av.149.
German (Pape)
[Seite 30] dasselbe, vgl. Lob. zu Phryn. p. 80; τοῖς τὰς ὄψεις λεπριῶσι Schol. Ar. Av. 149; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπριάω: τῷ προηγ., Διοσκ. 1. 102, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 7· λ. τὰς ὄψεις Σχόλ. Ἀριστοφ. εἰς Ὄρν. 149.