λειόγλωσσος
English (LSJ)
ον, A smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.
German (Pape)
[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, πικρό-γλωσσος].