λειόγλωσσος

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόγλωσσος Medium diacritics: λειόγλωσσος Low diacritics: λειόγλωσσος Capitals: ΛΕΙΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: leióglōssos Transliteration B: leioglōssos Transliteration C: leioglossos Beta Code: leio/glwssos

English (LSJ)

λειόγλωσσον, smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.

German (Pape)

[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλόγλωσσος, πικρόγλωσσος].