μαλακόφθαλμος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ον, A soft-eyed, f.l. in Theodect.6.1.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ μέτρον) ἀντὶ καλόφθαλμος κ.τ.τ.
Greek Monolingual
μαλακόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὀφθαλμός.