μελανοείμων
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = μελανείμων, Hp.Insomn. 92 (v.l. μελανείμ-), Vett. Val.2.5.
German (Pape)
[Seite 119] ον, = μελανείμων, Hipp.
Greek Monolingual
μελανοείμων, -ον (Α)
βλ. μελανείμων.