μητρορραίστης

Revision as of 12:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου ὁ,    A matricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μητρορραίστης: -ου, ὁ, μητροκτόνος, μητραλοίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μητρορραίστης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρραίστης (< ῥαίω «κομματιάζω»), πρβλ. κυνο-ρραίστης].