Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητρορραίστης

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρορραίστης Medium diacritics: μητρορραίστης Low diacritics: μητρορραίστης Capitals: ΜΗΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: mētrorraístēs Transliteration B: mētrorraistēs Transliteration C: mitrorraistis Beta Code: mhtrorrai/sths

English (LSJ)

ου ὁ, matricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μητρορραίστης: -ου, ὁ, μητροκτόνος, μητραλοίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μητρορραίστης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρραίστης (< ῥαίω «κομματιάζω»), πρβλ. κυνορραίστης].

German (Pape)

ὁ, der Muttermörder, Suid. erkl. ὁ φθείρων τὴν μητέρα.

Translations

matricide

Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: ματροφόνος, μητραλοίας, μητραλοίης, μητραλῴας, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρολώας, μητρολῴας, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare