μονόλινον
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
τό, A necklace of a single string of pearls, Capitolin.Vit. Maximini Jun.1.8.
Greek (Liddell-Scott)
μονόλινον: ἐπίθ. περιδεραίου μαργαριτῶν ἐξ ἑνὸς λίνου ἢ μιᾶς κλωστῆς, ἤτοι λαιμοῦ, ὡς λέγομεν κοινῶς, Capitol. in. Max. jun. c. I. (ἐκ διορ. τοῦ Κασωβόνου) ἀντὶ monolium. ― Πρβλ. τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς τρίλινον.