μωρολόγος
English (LSJ)
(parox.), ον, A speaking foolishly, Arist.Phgn.810b15, Man.4.446.
German (Pape)
[Seite 226] einfältig, dumm redend, Maneth. 4, 446.
Greek (Liddell-Scott)
μωρολόγος: -ον, ὁ ἀνοήτως, μωρῶς ὁμιλῶν, ὁ μωρὰ λέγων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 9, Μανέθων 4. 446.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρός, λέγω³.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μωρολόγος, -ον, Μ και μωρόλογος, -η, -ον)
αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + -λόγος].
Greek Monotonic
μωρολόγος: -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μωρολόγος: говорящий глупости Arst.