ναυπρύτανις

From LSJ
Revision as of 13:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπρύτᾰνις Medium diacritics: ναυπρύτανις Low diacritics: ναυπρύτανις Capitals: ΝΑΥΠΡΥΤΑΝΙΣ
Transliteration A: nauprýtanis Transliteration B: nauprytanis Transliteration C: nafprytanis Beta Code: naupru/tanis

English (LSJ)

[ῠ], ιος, ὁ,    A ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.

English (Slater)

ναυπρῠτᾰνις f. adj.,
   1 ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)

Greek Monolingual

ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.