Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νήϊστος

From LSJ
Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήϊστος Medium diacritics: νήϊστος Low diacritics: νήϊστος Capitals: ΝΗΪΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗïstos Transliteration B: nēistos Transliteration C: niistos Beta Code: nh/i+stos

English (LSJ)

η, ον, Sup.,    A = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perh. the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th.460, cf. Stat. Theb.8.354; Νηΐταις πύλαις E.Ph.1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perh. Νηΐτταις πύλαις with -ττ- from -στ-).

Greek Monolingual

νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)
έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (νήαται), κατά το Ὕψισται, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. νήατος βλ. λ. νέατος [Ι])].