Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Full diacritics: ξενόστομος | Medium diacritics: ξενόστομος | Low diacritics: ξενόστομος | Capitals: ΞΕΝΟΣΤΟΜΟΣ |
Transliteration A: xenóstomos | Transliteration B: xenostomos | Transliteration C: ksenostomos | Beta Code: ceno/stomos |
ον, A = ξενόφωνος, Phld.Po.2.41.
ξενόστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ξενική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -στόμος (< στόμα), πρβλ. αγλαό-στομος].