πάγκρανον
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Full diacritics: πάγκρᾱνον | Medium diacritics: πάγκρανον | Low diacritics: πάγκρανον | Capitals: ΠΑΓΚΡΑΝΟΝ |
Transliteration A: pánkranon | Transliteration B: pankranon | Transliteration C: pagkranon | Beta Code: pa/gkranon |
τό, A = θαψία, Ps.-Dsc.4.153 (παγκράτιον Wellmann).
[Seite 436] τό, eine Pflanze, Diosc. 4, 157.
πάγκρανον: θαψία, Διοσκ. 4. 154 (156), ἐκ τῶν νόθων.
πάγκρανον, τὸ (Α)
το φυτό θαψία.