παπποκτόνος
English (LSJ)
ον, A grandfather-slaying, Lyc.1034.
German (Pape)
[Seite 466] den Großvater mordend, Lycophr. 1034.
Greek (Liddell-Scott)
παπποκτόνος: -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φονεύει τον παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.