πατριαστί
From LSJ
English (LSJ)
later πατρι-εί, Adv. A with the father's name, PHal. 1.248 (iii B.C.), SIG1023.32 (Cos, iii/ii B.C.), 793.13 (ibid., i A. D.).
Greek Monolingual
και πατριαστεί Α
με το πατρικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός, πιθ. κατά το ὀνομαστί.