περικάρπιον
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
τό, A case of fruit or seed, pod, husk, or shell, Arist. de An.412b2, Mete.380a11, GA770a15, Pr.925b30, Thphr.HP1.2.1,al., Phan.Hist.34, Dsc.2.110. II bracelet, Poll.5.99, Malch.p.423 D.
German (Pape)
[Seite 578] τό, das, was die Frucht od. den Samen umgiebt, Samenkapsel, Schale der Frucht; Arist. meteor. 4, 3; probl. 20, 25; τῶν ῥοιῶν, Alciphr. 3, 60; a. Sp. – Auch = Armband. Poll.
Greek (Liddell-Scott)
περικάρπιον: τό, ἡ θήκη τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, λέπυρον, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ψέλιον, «βραχιόλι», Πολυδ. Ε΄, 99.
Russian (Dvoretsky)
περικάρπιον: τό скорлупа или оболочка плода Arst.