προαναπλάσσω

Revision as of 18:39, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A transform before, ἐπὶ τὸ βέλτιον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; imagine beforehand, Posidon.Stoic.3.131.

German (Pape)

[Seite 707] vorher umbilden, τὰ ὑπὸ φύσιος δεδομένα ἐπὶ τὸ βέλτιον προαναπλάσαντες, Hippocr. bei Stob. fl. 108, 81.

Greek (Liddell-Scott)

προαναπλάσσω: μέλλ. -πλάσω, ἀναπλάσσω πρότερον, ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 20.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω προηγουμένως, ανασχηματίζω από πριν
αρχ.
επινοώ, εφευρίσκω προηγουμένως.