ανασχηματίζω

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ
2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα- + σχηματίζω.
ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].