ανασχηματίζω
From LSJ
Greek Monolingual
1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ
2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα- + σχηματίζω.
ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].