προσανάλλομαι
English (LSJ)
A leap up at a thing, Ath.7.277f.
German (Pape)
[Seite 749] (s. ἅλλομαι), daran in die Höhe springen, aufspringen, Ath. VII, 277 d.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) πηδώ προς τα επάνω ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάλλομαι «πηδώ προς τα πάνω, αναπηδώ»].
Russian (Dvoretsky)
προσανάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать Arst.