προσανάλλομαι

Revision as of 19:12, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A leap up at a thing, Ath.7.277f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἅλλομαι), daran in die Höhe springen, aufspringen, Ath. VII, 277 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πηδώ προς τα επάνω ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάλλομαι «πηδώ προς τα πάνω, αναπηδώ»].

Russian (Dvoretsky)

προσανάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать Arst.