προσκυνητέος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
α, ον, in fem.,= A adoranda, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προσκυνεῖν, καὶ προσκυνητέον, δεῖ προσκυνεῖν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 229, Ὠριγ. κ. Κέλσ. σ. 245, Μαξίμ. Πλαν. Μετάφρ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 11. 392, Θεόδ. Στουδ. 80C, 506C, κτλ.