πρόκουρος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον, A shorn in front, S.Eurypyl.Oxy.2081 (b)Fr.3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κουρεμένο το πρόσθιο μέρος της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κουρος (< κουρά)].