πρωτοφυής
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
ές, A first-produced, first-born, A.R.3.851.
German (Pape)
[Seite 807] ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοφυής: -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, πρωτότυπος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυ-φυής].